αμφίστομος

αμφίστομος
-η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)
αυτός που έχει δύο στόμια
μσν.
(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
αρχ.
1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω
2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες
«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες
«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές τού στομίου
«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι-* + -στομος < στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφίστομος — with double mouth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος: Το ξίφος ήταν αμφίστομο. 2. (ζωολ.), το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αμφίστομα σκουλήκια που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων. 3. (βοτ.), «αμφίστομος καυλός», στέλεχος φυτού που πιέστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφιστόμως — ἀμφίστομος with double mouth adverbial ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίστομον — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc sg ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιστόμοις — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιστόμου — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιστόμους — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιστόμῳ — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίστομα — ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίστομοι — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”