- αμφίστομος
- -η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)αυτός που έχει δύο στόμιαμσν.(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοποςαρχ.1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές τού στομίου«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι-* + -στομος < στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.